-
1 ἰσοκρατής
ἰσοκρᾰτ-ής, ές,A of equal power, possessing equal rights with others,ἰσοκρατέες.. αἱ γυναῖκες τοῖσι ἀνδράσι Hdt.4.26
;ἰ. καὶ ὁμότιμοι Plu.2.827b
: generally, evenly balanced, ; ἰ. οἶνος half-and-half, Hp.Morb.2.42 (nisi leg. ἰσοκραής); ἐκ τῆς ἀμφοῖν -οῦς μίξεως Gal.6.528
; ἰ. κράσεις normal temperaments, Ruf. ap. Orib.8.24.61. Adv.-τῶς, ἀπομάχεσθαι Ph.1.198
; with even balance, Zeno Stoic.1.27, Iamb.in Nic.p.79 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοκρατής
См. также в других словарях:
ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek